Κι όλο ζητούσα
Μέσα στις υπερπόντιες περιπλανήσεις μου,
εραστής τ΄ άπιαστου κι άγνωρου υπήρξα,
να το ξέρεις.
Μπούσουλα εγώ δεν είχα
στις πικροθάλασσες της μοναξιάς
που μ' αλυσόδενε.
Φεγγάρια λαμπροφώτεινα κι ονειρευτά,
του ιδανικού που σάλευε στη σκέψη
καρτερούσα.
Μιά πολιτεία ζήταγα να βρώ,
σαν του αρχαίου φιλόσοφου
την πολυποθημένη.
Κι ίσως αλήθεια λογισμέ,
βαριόμοιρα μοιρολογάς,
εκείνα που δεν μ' άφησες ν' αγγίξω.
Ίσως δειλά ο Απόλλωνας
Ολύμπιο φως να έριξε
στ' ακροθαλάσσια τ' ονείρου του Πλατωνικού.
Κι ακόμα,αυτό που ζήταγα
στις πύλες της ματιάς της μακρινής,
μπροστά μπορεί να ήταν.
Μα εγώ και δίκια τόπες ακριβέ,
πως ήμουν θάνατος για με
και πίκρα και αφάνεια.
Το χέρι μου ήταν θάνατος
που τα σχοινιά των κάβων
στη μαύρη θάλασσα έθαβε.
Μπορείς να πεις σαν άλλοτε
πως κάποια Ιθάκη εγώ
ζητούσα για να φτάσω,
χωρίς να θέλω να την δω.
Μου 'λεγες,πως αυτοσκοποί
γίνονται πάντα αληθινοί
μέσα απ' τη δύναμη του νου μας.
Κι ότι ποθήσει η ύπαρξη,
ωραίο και ιδεατό
μπορεί να το 'βρει κάποτε,
όταν εκείνη θέλει.
Μα ίσως να μην το 'θελα
κείνο που ζήταγα να βρω
κάποτε ν' αποκτήσω.
Κι ας τόχα δει από μακριά,
σαν βόρειο σέλας της ζωής
τα φύλλα να φωτίζει.
Γιατί αν κάποτε έφθανα
στου ιδανικού τα λιόλουστα,
τ' απάτητα τα μέρη,
τότε μέσα στα ονείρατα
τι άλλο να ζητούσα;
Μέσα στις πικροθάλασσες
της γλυκειάς προσμονής
το ιδανικό μου πλησίασα,
μα τ' απέφυγα,
και το ξέρεις.
Κι όλο ζητούσα......