ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
Ένα τέλος,
σημάδι αρχής
διαφάνειες εσωτερικής καταξίωσης
από τα νιούτσικα άνθη
κάποιων παιδικών ψυχών.
Το χώμα στεγνό
ραγίζει
απ το πλασματικό νερό
της ανωριμότητας.
Ο ουρανός θολός
με μόνο ορίζοντα
κάποιες φωνές που δεν ακούγονται
αλλά τις βλέπεις
μέσα στην καθαρότητα
της σκέψης
κάποιων γερασμένων εφήβων.
Η θάλασσα ήρεμη,
φαινομενικά,
μα τα κύματα θεριεύουν
πίσω απ το γερασμένο βλέμμα
μιας ανέλπιστης λύτρωσης.
Ένα νησί μου γνέφει,
κοντινό
και το φλερτάρω διακριτικά
και καρτερικά.
Δεν το βλέπω,
με βλέπει,
δεν μ αγγίζει,
το αγγίζω.
Κάτι σαλεύει,
κάτι σταματά
και ο κύκλος γυρίζει
στο ίδιο σημείο
που ξεκίνησε.
Ο χειμώνας,
βασιλιάς και δυνάστης
βαραίνει τις απαντοχές.
Κι εγώ,
στέκομαι εκεί
ψηλά σ ένα απόκρημνο
βράχο,
περιμένοντας πάντα τις Αλκυονίδες.